- συλλειτουργικό(ν)
- το, Νμικρό λειτουργικό βιβλίο που περιέχει το σταθερό τμήμα τής θείας Λειτουργίας το οποίο ψάλλεται από τους πιστούς ή από τον χορό τών ψαλτών, δηλ. τις αποκρίσεις τού χορού ή τού λαού στις εκφωνήσεις τού ιερέα ή τού διακόνου και τους ψαλμούς ή ύμνους που ψάλλονται σταθερά κατά τη Θεία Λειτουργία.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + λειτουργικόν. Η λ., στον πληθ. Συλλειτουργικά, μαρτυρείται από το 1780 σε επιγραφή εκκλησιαστικού βιβλίου].
Dictionary of Greek. 2013.